εξιλεωτικός

εξιλεωτικός
η , ό[ν] см. εξιλαστήριος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εξιλεωτικός" в других словарях:

  • εξιλεωτικός — ή, ό (Μ ἐξιλεωτικός, ή, όν) [εξιλεωτής] 1. ο σχετικός με την εξιλέωση 2. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για εξιλέωση …   Dictionary of Greek

  • εξιλεωτικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην εξιλέωση, εξιλαστήριος, εξευμενιστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιλάσιμος — ἱλάσιμος, ον (Α) [ιλάσκομαι] εξιλεωτικός …   Dictionary of Greek

  • μειλικτήριος — μειλικτήριος, ον (Α) 1. αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να πραΰνει, εξιλεωτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μειλικτήρια εξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («ἅπερ νεκροῑσι μειλικτήρια, βοός τ ἀφ ἁγνῆς λευκόν... γάλα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • εξιλαστήριος — εξιλαστήριος, α, ο και εξιλαστικός, ή, ό που γίνεται για εξιλασμό, εξιλεωτικός, εξευμενιστικός: Εξιλαστήριο θύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»