εξιλεωτικός
Смотреть что такое "εξιλεωτικός" в других словарях:
εξιλεωτικός — ή, ό (Μ ἐξιλεωτικός, ή, όν) [εξιλεωτής] 1. ο σχετικός με την εξιλέωση 2. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για εξιλέωση … Dictionary of Greek
εξιλεωτικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην εξιλέωση, εξιλαστήριος, εξευμενιστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιλάσιμος — ἱλάσιμος, ον (Α) [ιλάσκομαι] εξιλεωτικός … Dictionary of Greek
μειλικτήριος — μειλικτήριος, ον (Α) 1. αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να πραΰνει, εξιλεωτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μειλικτήρια εξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («ἅπερ νεκροῑσι μειλικτήρια, βοός τ ἀφ ἁγνῆς λευκόν... γάλα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
εξιλαστήριος — εξιλαστήριος, α, ο και εξιλαστικός, ή, ό που γίνεται για εξιλασμό, εξιλεωτικός, εξευμενιστικός: Εξιλαστήριο θύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)